Ένα περιστατικό απίστευτο για την υπόλοιπη Ελλάδα αλλά σχεδόν συνηθισμένο για μερίδα πληθυσμού της Θράκης, με παραλίγο τραγική εξέλιξη αλλά ευτυχώς αίσιο τέλος, έλαβε χώρα την Πέμπτη 25 Μαρτίου στην Κομοτηνή.
Την ώρα που άλλοι συνομήλικοί της έκαναν παρέλαση ή απολάμβαναν τη βόλτα τους στο κέντρο της πόλης, 13χρονη τσιγγανοπούλα η οποία ήταν ήδη αρραβωνιασμένη και που προφανώς χτυπήθηκε ξανά από τα “βέλη” του θεού Έρωτα, αποφάσισε να το σκάσει με το νέο αγαπημένο της! Στην πράξη της αυτή όμως δε συμφωνούσαν οι γονείς της οι οποίοι και την αναζήτησαν, την ανακάλυψαν και επέμεναν η ίδια να επιστρέψει στον …νόμιμο αρραβωνιαστικό της!
Εκείνη όμως δεν ήθελε και έπειτα από την πίεση της 25χρονης μητέρας της, η μικρή κοπέλα σε μία στιγμή απόγνωσης και εφηβικής αντίδρασης άρπαξε ένα κουτί χάπια που βρήκε μπροστά της και τα πήρε όλα μαζί για να αυτοκτονήσει!
Μεταφέρθηκε από τους οικείους της στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών του νοσοκομείου Κομοτηνής όπου οι γιατροί την υπέβαλαν σε πλύση στομάχου και προληπτικά νοσηλεύτηκε για λίγες ώρες για να εξεταστεί η πορεία της υγείας της.
Ευτυχώς όμως δεν υπήρξαν επιπλοκές και η υγεία της ήταν μια χαρά. Έτσι το κορίτσι με τη μητέρα του αποχώρησαν για το σπίτι. Όμως η ιστορία δε σταματά εδώ αφού στους διαδρόμους του νοσοκομείου Κομοτηνής κάποιοι που πληροφορήθηκαν το περιστατικό έψαχναν να βρουν το θάλαμο νοσηλείας της μικρής κοπέλας…
Αυτοί δεν ήταν άλλοι από τον αρραβωνιαστικό της αλλά και τον νέο αγαπητικό, με τον οποίο το έσκασε η ίδια! Και οι δύο, με διαφορά λίγων λεπτών περιπλανιόταν το βράδυ στον όροφο όπου η μικρή νοσηλεύτηκε αναζητώντας την αγάπη τους, δίχως όμως αποτέλεσμα αφού η ίδια είχε ήδη αποχωρήσει.
Δε μάθαμε τι έγινε στη συνέχεια, προς τα που κατευθύνθηκε η μικρή με τη μητέρα της και αν συναντήθηκε με τον αρραβωνιαστικό ή το νέο αγαπημένο της. Η ιστορία προφανώς θα έχει και συνέχεια αφού και οι δύο αγαπητικοί δεν φάνηκαν διατεθειμένοι να …παραδώσουν τα όπλα έτσι εύκολα.
Το όλο γεγονός όμως είναι ενδεικτικό του τρόπου ζωής μιας ολόκληρης μερίδας πληθυσμού που ζει για το σήμερα, περιφρονώντας με τρόπο αξιοθαύμαστο το αύριο. Σχέσεις, γάμοι αλλά και τεκνοποίηση σε νεαρή εφηβική ηλικία σε τσιγγανόπουλα της Θράκης δεν είναι κάτι ασυνήθιστο αλλά μάλλον κάτι επιβεβλημένο από τον τρόπο ζωής που οι ίδιοι ακολουθούν.
Πολλές φορές όμως μπαίνει στη μέση και ο …αστάθμητος παράγοντας του ξαφνικού έρωτα που όπως και στην περίπτωση της ιστορίας μας, αλλάζει τα δεδομένα και φέρνει τα πάνω – κάτω!
RodopiNews
Αυτοί που σκότωσαν τον Χαμί δεν δολοφόνησαν απλά τον γιο μου. Στο πρόσωπό του σκότωσαν τα εκατομμύρια των προσφύγων που ξεριζωθήκαμε για να βρούμε αλλού μια καλύτερη ζωή». Μεσημέρι Τρίτης έξω από το δωμάτιο 602 του Ερυθρού Σταυρού ο Μοχάμεντ Νατζάφι μόλις έχει μιλήσει με τη 45χρονη γυναίκα του Ζάχρα για τα ελάχιστα λεπτά που άλλαξαν για πάντα τη ζωή της οικογένειάς του. Η τραγική μάνα διηγείται ξανά και ξανά τη στιγμή που η 11χρονη Φερστέ βρήκε τη μαύρη πάνινη τσάντα και, χαρούμενη που βρήκε κάτι πολύτιμο, φώναξε τον 15χρονο αδελφό της Χαμί να τη βοηθήσει να την κουβαλήσουν. Το πώς ο Χαμί άνοιξε την τσάντα, τον θόρυβο που ακούστηκε όπως οι βόμβες που έσκαγαν κοντά στο σπίτι τους στο Γκάζνι, ύστερα το σκοτάδι, οι κραυγές από ξένους ανθρώπους και τα δύο παιδιά αιμόφυρτα.
«Με πονάει το ότι δεν ήμουν εκεί. Ίσως η βόμβα να σκότωνε εμένα και να γλίτωνε το παιδί μου. Ίσως πάλι να καταλάβαινα τι ήταν μέσα στην τσάντα και να γλίτωνα το κακό» λέει στα «ΝΕΑ» ο Μοχάμεντ Νατζάφι.
Στο Αφγανιστάν ήταν διευθυντής δύο δημοτικών σχολείων στο Γκάζνι, το οποίο βρίσκεται νοτιοανατολικά της Καμπούλ, κοντά στα σύνορα με το Πακιστάν. «Ακολούθησα την οικογενειακή μας παράδοση. Έγινα δάσκαλος όπως ο πατέρας μου που έφτιαξε τα δύο αυτά σχολεία. Οι Ταλιμπάν όμως δεν θέλουν την εκπαίδευση κι εγώ δεν μπορούσα να αφήσω τα παιδιά μου και ακόμη περισσότερο τις κόρες μου χωρίς εκπαίδευση. Όταν ήρθαν οι Αμερικανοί πιστέψαμε πως είχαμε τελειώσει με τους Ταλιμπάν. Τον τελευταίο καιρό όμως απέκτησαν και πάλι δύναμη και η ζωή έγινε και πάλι εφιάλτης».
Δύο από τα κορίτσια της οικογένειας βρέθηκαν στο Ιράν με τη βοήθεια συγγενών, ένα άλλο στην Αυστραλία για να γλιτώσουν από την καταπίεση των Ταλιμπάν. Η οικογένεια Νατζάφι πούλησε όλα της τα υπάρχοντα και βρήκε μέσω Πακιστάν τους δουλεμπόρους που θα τη μετέφεραν στην Ευρώπη μέσω Τουρκίας.
«Από τον πατέρα μου είχα μάθει πολλά για την ελληνική ιστορία και κυρίως για τον Μέγα Αλέξανδρο που στο Αφγανιστάν το όνομά του είναι πολύ σημαντικό. Όταν μαζέψαμε τα λεφτά είπα στην οικογένειά μου πως θα πάμε να μείνουμε στην Ελλάδα. Ήθελα τα παιδιά μου να μάθουν τη γλώσσα και να ζήσουμε σε μια χώρα που θαυμάζαμε για τον πολιτισμό της. Δυστυχώς αφήσαμε πίσω μας τις βόμβες πιστεύοντας πως είχαμε σωθεί, αλλά ο θάνατος μάς παραμόνευε στην Αθήνα».
Ακόμη και τώρα που μέσω του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη δίνεται στην οικογένεια η δυνατότητα να ταξιδέψει σε όποια χώρα επιθυμεί, ο Μοχάμεντ Νατζάφι δηλώνει πως θα παραμείνει στην Ελλάδα. «Μόνο που αυτή τη φορά θα έχω έναν λόγο παραπάνω, αφού εδώ θα είναι θαμμένος ο γιος μου».
Η Οδύσσεια
Η οικογένεια Νατζάφι ύ στερα από ταξίδι δύο μηνών πέρασε παράνομα τα ελληνικά σύνορα με οδηγούς Τούρκους δουλεμπόρους και στις 13 Σεπτεμβρίου συνελήφθη και οδηγήθηκε στο κρατητήριο της Παγανής Λέσβου. Ύστερα από λίγες ημέρες βρέθηκε στην Αθήνα, όπου με τη βοήθεια φίλων που ήδη βρίσκονταν στην Ελλάδα νοίκιασε ένα ισόγειο, 50 μέτρα από το σημείο όπου σκοτώθηκε ο 15χρονος Χαμί. Τον Νοέμβριο η οικογένεια προσπάθησε να καταθέσει- χωρίς όμως τελικά να τα καταφέρει- αίτηση ασύλου, αφού απευθύνθηκε πρώτα στο Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες.
Τον φωνάζει η γυναίκα του η οποία ξυπνάει με εφιάλτες. «Πρέπει να φύγω, με χρειάζεται. Μετά θα πάω στην κορούλα μου. Οι γιατροί μού λένε πως ίσως γλιτώσει τα ματάκια της, αλλά η μικρή είναι ακόμη σε καταστολή και δεν μπορώ να της μιλήσω». «Και μην ξεχάσεις», μου φωνάζει, «αυτοί που σκοτώνουν πρόσφυγες διαπράττουν έγκλημα κατά της ανθρωπότητας».
Τον φωνάζει η γυναίκα του η οποία ξυπνάει με εφιάλτες. «Πρέπει να φύγω, με χρειάζεται. Μετά θα πάω στην κορούλα μου. Οι γιατροί μού λένε πως ίσως γλιτώσει τα ματάκια της, αλλά η μικρή είναι ακόμη σε καταστολή και δεν μπορώ να της μιλήσω». «Και μην ξεχάσεις», μου φωνάζει, «αυτοί που σκοτώνουν πρόσφυγες διαπράττουν έγκλημα κατά της ανθρωπότητας».